- τρισχίλιοι
- 5153 τρισχίλιοι{прил., 1}три тысячи (Деян. 2:41).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
τρισχίλιοι — ες, α / τρισχίλιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, ία, ον, Α τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. (στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, ία, ον τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν… … Dictionary of Greek
τρισχίλιοι — τρισχ̱ίλιοι , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισχίλιοι, -ιες, -ια — τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισχιλίων — τρισχ̱ιλίων , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. fem gen pl τρισχ̱ιλίων , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισχίλι' — τρισχ̱ίλια , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl τρισχ̱ίλιαι , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Sinaiticus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 01 Book of Esther … Wikipedia
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
τρισχιλιετής — ές / τρισχιλιέτης, ις, ίετες, ΝΑ αυτός που καλύπτει χρονικό διάστημα τριών χιλιάδων ετών («η τρισχιλιετής ιστορία τού νησιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + ετής / έτης (< ἔτος), πεντα ετής / έτης] … Dictionary of Greek
τρισχιλιοστός — ή, ό / τρισχιλιοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κατέχει στη σειρά τη θέση τρεις χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + κατάλ. οστός (πρβλ. πεντακοσι οστός)] … Dictionary of Greek
τρισχιλιοτρισμύριοι — αι, α, Μ τριάντα τρεις χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + τρισμύριοι] … Dictionary of Greek
τρισχιλιοφόρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει χωρητικότητα τριών χιλιάδων μονάδων όγκου ή βάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + φόρος*] … Dictionary of Greek